Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2017

ΙΝΕ-ΓΣΕΕ: Η κατάσταση της αγοράς εργασίας και η κατανομή, μεταβολή των μισθών


Η κατάσταση της αγοράς εργασίας 

Η κατάσταση στην αγορά εργασίας το α’ εξάμηνο του 2017 είναι βελτιωμένη σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η εξέλιξη αυτή, που αποτυπώνει μια σωρευτική μεταβολή στην αγορά εργασίας, μείωση των ανέργων κατά 263,5 χιλιάδες και αύξηση της απασχόλησης κατά 252,3 χιλιάδες την περίοδο 2014-2017, δείχνει την αργή μεν αλλά σταθερή έξοδο της οικονομίας από τη μεγάλη ύφεση της περιόδου 2010-2013. Εντούτοις, μια σειρά ποιοτικών δεικτών, όπως θα δείξουμε παρακάτω, δημιουργούν προβληματισμό για το βάθος, την έκταση και τη διατηρησιμότητα αυτής της κατάστασης. 

Πρώτον, ο βαθμός απασχόλησης του εργατικού δυναμικού παραμένει ιδιαίτερα χαμηλός (52%). Δεύτερον, η κυριαρχία της μερικής και της εκ περιτροπής εργασίας στις νέες προσλήψεις εργαζομένων οδηγεί στην αντικατάσταση θέσεών εργασίας πλήρους απασχόλησης από επισφαλείς θέσεις εργασίας με αποτέλεσμα τη συμπίεση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων και την επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου τους. Στις προηγούμενες ενότητες αναδείξαμε επίσης τις αρνητικές συνέπειες αυτής της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και στην επεκτατική δυναμική της οικονομίας. Τρίτον, η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας οδηγεί σε καταστρατήγηση θεμελιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων με αποτέλεσμα την αύξηση της εντατικοποίησης της εργασίας, αλλά και την όξυνση φαινομένων απλήρωτης και αδήλωτης εργασίας, καθώς και της εργοδοτικής αυθαιρεσίας. Συνεπώς, η αγορά εργασίας εμφανίζει σημάδια βελτίωσης, αλλά χωρίς τις ενδείξεις εκείνες που την καθιστούν ικανοποιητική. Επιπρόσθετα, δεν υπάρχει στην αγορά εργασίας η δυναμική που θα βελτίωνε τη διανομή του εισοδήματος, κατανέμοντας πιο δίκαια το κόστος της οικονομικής προσαρμογής. 

Με βάση τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (Διάγραμμα 5.1), το επίσημο ποσοστό ανεργίας το β’ τρίμηνο του 2017 ανήλθε σε 21,1%. Τα στοιχεία αυτά αντιστοιχούν σε 1.016.571 ανέργους και 3.791.408 απασχολουμένους, ενώ ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός ανήλθε σε 4.373.400 άτομα. Οι απασχολούμενοι αυξήθηκαν κατά 88.800 άτομα σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2016 (2,4%), ενώ οι άνεργοι μειώθηκαν κατά 95.500 (8,6%) και οι 53 οικονομικά μη ενεργοί μειώθηκαν κατά 29.100 (0,7%) την αντίστοιχη περίοδο. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν την εκτίμηση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ ότι ο μέσος ρυθμός μείωσης του ποσοστού ανεργίας εμφανίζει σταθεροποίηση περίπου στο 6% από έτος σε έτος. Αν υποθέσουμε ότι ο ρυθμός αυτός θα εξακολουθήσει και τα επόμενα χρόνια, το ποσοστό ανεργίας θα πέσει κάτω από 10% μόνο κατά τις αρχές της δεκαετίας του 2030. Αυτό σημαίνει ότι ένα μεγάλο κομμάτι του εργατικού δυναμικού είναι πολύ πιθανό να βρεθεί χωρίς απασχόληση για το μεγαλύτερο μέρος του ενεργού εργασιακού του βίου, με σημαντικές αρνητικές συνέπειες στο ασφαλιστικό σύστημα και στις βασικές κοινωνικές δομές της χώρας. 

Το ΙΝΕ ΓΣΕΕ υποστήριξε από την αρχή της κρίσης ότι η δραματική κατάσταση στην αγορά εργασίας καθιστά αναγκαίο να χρησιμοποιήσουμε εναλλακτικούς δείκτες μέτρησης της ανεργίας. Η ιδέα είναι ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε τους ίδιους δείκτες μέτρησης της ανεργίας που χρησιμοποιήθηκαν σε περιόδους στις οποίες υπήρχε άνθηση της οικονομικής δραστηριότητας και περιορισμένη ανάπτυξη των επισφαλών μορφών εργασίας. Είναι απαραίτητο να λάβουμε υπόψη τις σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές τόσο από την πλευρά του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων όσο και από την πλευρά σημαντικών μερίδων του εργατικού δυναμικού που διογκώθηκαν και εξακολουθούν να διογκώνονται στη διάρκεια της κρίσης και βρίσκονται στην ασαφή ζώνη μεταξύ απασχόλησης και ανεργίας. Η εκτίμησή μας είναι ότι κάτι τέτοιο θα βοηθούσε στην εξαγωγή ασφαλέστερών συμπερασμάτων για τις επιπτώσεις της κρίσης απασχόλησης στη μακροοικονομική συμπεριφορά της οικονομίας, αλλά κυρίως για την κατανόηση των συνθηκών που βελτιώνουν ή υποβαθμίζουν το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και των οικογενειών τους. Όλες οι κατηγορίες της διευρυμένης έννοιας της ανεργίας, ουσιαστικά του πραγματικού ποσοστού ανεργίας που μας ενδιαφέρει από την άποψη του βιοτικού επιπέδου της κοινωνίας, εμφανίζονται στο Διάγραμμα 5.1. Παρατηρούμε ότι το β’ τρίμηνο του 2017 το ποσοστό της πραγματικής ανεργίας ήταν στο 28,7% (30,8% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2016). Το ποσοστό αυτό συνεκτιμά στο σύνολο των ανέργων τις κατηγορίες των αποθαρρημένων ανέργων, του λοιπού πρόσθετου εργατικού δυναμικού και τους υποαπασχολούμενους. Τα στοιχεία δείχνουν τα πολύ υψηλά ποσοστά της υποαπασχόλησης, η οποία κατά τη διάρκεια της κρίσης έχει σχεδόν τριπλασιαστεί (από 99 χιλιάδες εργαζομένους το 2008 σε 267 χιλιάδες το 2017), και των απογοητευμένων ανέργων, που επίσης υπερδιπλασιάζεται (από 37 χιλιάδες σε 109 χιλιάδες) την αντίστοιχη περίοδο. 

Διάγραμμα 5.1: Εναλλακτικοί δείκτες ανεργίας στην Ελλάδα 
Πηγή: Έρευνα Εργατικού Δυναμικού (εκτιμήσεις ΙΝΕ ΓΣΕΕ) 

Ειδικότερα η μερική απασχόληση την περίοδο από το β’ τρίμηνο του 2010 έως το β’ τρίμηνο του 2017 (βλ. Διάγραμμα 5.2) αυξάνεται από 287,9 χιλιάδες σε 374,3 χιλιάδες. Το 67% των εργαζομένων μερικής απασχόλησης εργάζεται με αυτό το καθεστώς καθώς δεν μπορεί να βρει πλήρη απασχόληση. 

Πηγή: Έρευνα Εργατικού Δυναμικού 

Με άλλα λόγια, η μερική απασχόληση δεν αφορά εργατικό δυναμικό που δεν επιθυμεί να εργαστεί με πλήρη απασχόληση και συνεπώς εξυπηρετείται από τη δυνατότητα να εργάζεται με μειωμένο ωράριο, αλλά αντίθετα αφορά εργατικό δυναμικό το οποίο υποαπασχολείται και αμείβεται χαμηλότερα από εργαζομένους πλήρους απασχόλησης. Συνεπώς, η ελληνική οικονομία δεν αντιμετωπίζει μόνο πρόβλημα χαμηλού ποσοστού απασχόλησης, αλλά και πρόβλημα αντικατάστασης θέσεών πλήρους απασχόλησης από θέσεις μερικής απασχόλησης. Ο μετασχηματισμός αυτός της μορφής της απασχόλησης ουσιαστικά λειτουργεί στην οικονομία ως κρυφός μηχανισμός λιτότητας με μεσιακές επιπτώσεις.

Όσον αφορά τους αποθαρρυμένους ανέργους, η αλματώδης αύξηση του αριθμού τους είναι βέβαιο ότι σχετίζεται με τα πολύ υψηλά ποσοστά μακροχρόνιας (άνω του ενός έτους) ανεργίας. Το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων αυξάνεται (βλ. Διάγραμμα 5.3) από το ήδη υψηλό 44,9% το β’ τρίμηνο του 2010 σε 74% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2017. Η υψηλή μακροχρόνια ανεργία σε συνδυασμό με τα περιορισμένα σε αριθμό και μέγεθος προγράμματα απασχόλησης (σε σχέση με το μέγεθος του προβλήματος) καθιστούν την αποθάρρυνση των ανέργων προσδοκώμενη. Πρέπει να σημειωθεί με έμφαση ότι η μακροχρόνια ανεργία έχει δραματικές κοινωνικές συνέπειες. 
Πηγή: Έρευνα Εργατικού Δυναμικού 

Όσον αφορά την ηλιακή σύνθεση της ανεργίας, κατά το β’ τρίμηνο του 2017 παρατηρούμε ότι το υψηλότερο ποσοστό 55,5% συνεχίζει να το εμφανίζει η ηλικιακή ομάδα 15-19 ετών. Σημειώνουμε ότι το ποσοστό ανεργίας των νέων έχει μειωθεί σημαντικά σε σχέση με το 2013, όταν ανήλθε σε 73,1%. Αντίστοιχα, το ποσοστό ανεργίας στην ηλικιακή ομάδα 20-24 ετών ανέρχεται σε 42,1%, στην ηλικιακή ομάδα 25-29 ετών σε 30,1%, στην ηλικιακή ομάδα 30-44 ετών σε 20,3%, στην ηλικιακή ομάδα 45-64 ετών σε 17,1% και στην ηλικιακή ομάδα πέραν των 65 ετών σε 11,3%. 

Πηγή: Έρευνα Εργατικού Δυναμικού 

Εκτός από την ηλικιακή κατανομή της ανεργίας, ένα εύρημα που χρήζει προσοχής είναι η επίδραση του φύλου στα ποσοστά της (Πίνακας 5.2). Πιο συγκεκριμένα, παρατηρούμε ότι κατά το β’ τρίμηνο του 2017 η ανεργία των γυναικών ανέρχεται σε 25,4%, ενώ αντίθετα των ανδρών σε 17,7%. Ειδικότερα δε στην ηλικιακή ομάδα 15-19 ετών η ανεργία των γυναικών ανέρχεται σε 66,1%, όταν η αντίστοιχη των ανδρών ανέρχεται σε 44,4%. Με άλλα λόγια, το ποσοστό ανεργίας στις γυναίκες είναι συστηματικά υψηλότερο από αυτό των ανδρών, με τη χειρότερη κατάσταση να εμφανίζεται στις νέες γυναίκες. 

Πηγή: Έρευνα Εργατικού Δυναμικού

Όσον αφορά τη γεωγραφική κατανομή της ανεργίας ανά Περιφέρεια, σύμφωνα με τα στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού για το β’ τρίμηνο του 2017, παρατηρούμε ότι η Περιφέρεια με το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας είναι η Δυτική Μακεδονία (29,3%), ενώ η Περιφέρεια με το μικρότερο ποσοστό ανεργίας είναι το Νότιο Αιγαίο (14,3%). Σημαντικά υψηλότερα του εθνικού ποσοστού ανεργίας εμφανίζονται τα ποσοστά ανεργίας στη Δυτική Ελλάδα (26,2%), στην Ήπειρο (25,4%) και στην Κεντρική Μακεδονία (23,2%). Βέβαια, το αποτέλεσμα αυτό αποτελεί διαχρονικό χαρακτηριστικό της περιφερειακής διάρθρωσης της ανεργίας στην Ελλάδα, ωστόσο πρέπει να τονίσουμε ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης έχει ενισχυθεί σε σημαντικό βαθμό. 

Τέλος, εξετάζοντας τα χαρακτηριστικά της ανεργίας ως προς το επίπεδο εκπαίδευσης, παρατηρούμε ότι οι απόφοιτοι της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εμφανίζουν ποσοστό ανεργίας 16,2%, της μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης 58 25,3% και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης 23,3%. Τα στοιχεία αυτά υποδεικνύουν ότι το επίπεδο εκπαίδευσης μικρή μόνο προστασία παρέχει από την ανεργία, ενισχύοντας έτσι την εκτίμηση ότι βασικός προσδιοριστικός παράγοντας της ανεργίας, τουλάχιστον κατά την περίοδο που εξετάζουμε, είναι κυρίως η ζήτηση και όχι η προσφορά εργασίας. 

Εξετάζοντας την κλαδική δομή της απασχόλησης (Πίνακας 5.3) και συγκρίνοντας τα αποτελέσματα του β’ τριμήνου του 2017 με αυτά του αντίστοιχου τριμήνου του 2010, παρατηρούμε ότι κατά την περίοδο αυτή συνολικά χάθηκαν 645,1 χιλιάδες θέσεις εργασίας, με τις μεγαλύτερες μειώσεις να εμφανίζονται στους κλάδους της γεωργίας (89,6 χιλιάδες), της μεταποίησης (122,3 χιλιάδες), των κατασκευών (179,1 χιλιάδες) και του εμπορίου (122,1 χιλιάδες). Αντίθετα, οι μόνοι κλάδοι οι οποίοι εμφανίζουν (μικρές) αυξήσεις στην απασχόληση είναι της ενέργειας (4,4 χιλιάδες), της παροχής καταλύματος και εστίασης (68,7 χιλιάδες), των διοικητικών και υποστηρικτικών δραστηριοτήτων (15,6 χιλιάδες) και των τεχνών, διασκέδασης και ψυχαγωγίας (6 χιλιάδες). Όσον αφορά τις κλαδικές αναλογίες της απασχόλησης, δηλαδή τη συμμετοχή της απασχόλησης του κάθε κλάδου στο σύνολο της απασχόλησης, διακρίνουμε ξεκάθαρα υποχώρηση στη σχετική σημασία των κλαδών της μεταποίησης και των κατασκευών, η οποία αντισταθμίζεται από την αύξηση της συμμετοχής των υπηρεσιών, ειδικά εκείνων που σχετίζονται με τον τουρισμό. Κατά τη γνώμη μας, το αποτέλεσμα αυτό επιτείνει δυσαναλογίες που προϋπήρχαν της κρίσης στην κλαδική διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, καθώς μειώνει περαιτέρω τη σχετική σημασία του δευτερογενούς τομέα. 
Πηγή: Έρευνα Εργατικού Δυναμικού 

Εξετάζοντας την εξέλιξη της κατανομής της απασχόλησης κατά μεγάλες κατηγορίες επαγγελμάτων (Διάγραμμα 5.4), παρατηρούμε τα εξής: Πρώτον, συστηματική μείωση των απασχολουμένων σε χειρωνακτικά επαγγέλματα υψηλής ειδίκευσης (χειριστές μηχανημάτων κ.λπ.), δηλαδή σε επαγγέλματα που σχετίζονται με τη βιομηχανία. Δεύτερον, αύξηση των απασχολουμένων σε μη χειρωνακτικά επαγγέλματα υψηλής ειδίκευσης (επαγγέλματα επιστημονικής ειδίκευσης). Τρίτον, σημαντική αύξηση των απασχολουμένων σε μη χειρωνακτικά επαγγέλματα (επαγγέλματα γραφείου κ.λπ.), τα οποία σχετίζονται με τους κλάδους των υπηρεσιών και του εμπορίου. Με άλλα λόγια, η εξέλιξη της κατανομής της απασχόλησης κατά επάγγελμα επιβεβαιώνει τις εκτιμήσεις που προέκυψαν από την ανάλυση της απασχόλησης κατά κλάδο. 

Πηγή: Έρευνα Εργατικού Δυναμικού 

Η κατανομή και η μεταβολή των μισθών

Η μεταβολή της σχέσης μεταξύ των θέσεών εργασίας πλήρους και επισφαλούς απασχόλησης έχει σημαντικές επιπτώσεις στην κατανομή και τη δυναμική των μισθών, και κατά προέκταση στο διαθέσιμο εισόδημα και το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος ΕΡΓΑΝΗ για το α’ επτάμηνο (Ιανουάριος-Ιούλιος) του 2017, η πλειονότητα των νέων προσλήψεών στον ιδιωτικό τομέα αφορά θέσεις μερικής (47,86%) και εκ περιτροπής (13,81%) εργασίας. Η σημαντική αυτή αύξηση των επισφαλών θέσεών εργασίας επηρεάζει τη μεταβολή των μισθών. Όπως δείχνουν τα στοιχεία απασχόλησης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για τον Νοέμβριο του 2016, ο μέσος μισθός των απασχολουμένων με μερική απασχόληση ήταν 397,67 ευρώ. Με άλλα λόγια, η παρατηρούμενη αλματώδης αύξηση της μερικής και της εκ περιτροπής απασχόλησης ισοδυναμεί με σοβαρή μείωση των εισοδημάτων και της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων. Επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία της EU-SILC για το 2015 το 34,7% των εργαζομένων με πλήρη απασχόληση και το 42,13% των εργαζομένων με μερική απασχόληση λαμβάνουν μισθό χαμηλότερο του κατώτατου. Το γεγονός ότι ένας αυξανόμενος αριθμός εργαζομένων κινείται γύρω και κάτω από το όριο της φτώχειας είναι ένδειξη της εύθραυστης κατάστασης της ελληνικής κοινωνίας. 

Στον Πίνακα 5.4 εξετάζουμε την κλαδική κατανομή του μέσου ονομαστικού μισθού στον ιδιωτικό τομέα το χρονικό διάστημα 2010-2016 και εξάγουμε τα εξής σημαντικά συμπεράσματα: Πρώτον, όλοι οι κλάδοι εμφανίζουν μειώσεις, που κατά μέσο όρο φτάνουν το 18,1%. Συνεπώς, και ως αποτέλεσμα της κρίσης και της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, σημειώθηκε μια οριζόντια μείωση εισοδημάτων που επηρέασε τη συντριπτική πλειονότητα των μισθωτών. Δεύτερον, οι κλάδοι στους οποίους εμφανίζονται οι μεγαλύτερες μειώσεις είναι της εκπαίδευσης, της διασκέδασης και του τουρισμού. Αντίθετα, οι κλάδοι με τις μικρότερες μειώσεις είναι της διαχείρισης ακίνητης περιουσίας, μεταφοράς και αποθήκευσης, και των ορυχείων. Τρίτον, οι κλάδοι εντάσεώς εργασίας εμφανίζουν μεγάλες μειώσεις στους μισθούς. Επίσης, ο μέσος μισθός στη μεταποίηση μειώνεται κατά 17,8%, στις κατασκευές κατά 19,8% και στο εμπόριο κατά 19,9%. 

Πηγή: Έρευνα Εργατικού Δυναμικού Σημείωση: Με παύλα σημειώνονται τα μη διαθέσιμα στοιχεία. 

Ένα σημαντικό εύρημα της ανάλυσής μας είναι ότι η συμπίεση των μισθών συσχετίζεται με την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεών. Στον Πίνακα 5.5. παρατηρούμε ότι οι κλάδοι στους οποίους σημειώνεται η μεγαλύτερη χρήση της μερικής απασχόλησης είναι των κατασκευών, των τεχνών, του τουρισμού, των διοικητικών υπηρεσιών, των λοιπών δραστηριοτήτων παροχής υπηρεσιών, της εκπαίδευσης και του εμπορίου. Όπως σημειώσαμε παραπάνω, οι κλάδοι με τις μεγαλύτερες μειώσεις στον μέσο μισθό είναι της εκπαίδευσης, των τεχνών, του τουρισμού, του εμπορίου και των κατασκευών. Δηλαδή οι κλάδοι των τεχνών, του τουρισμού, των κατασκευών, της εκπαίδευσης και του εμπορίου είναι οι κλάδοι που εμφανίζουν ταυτόχρονα τη μεγαλύτερη αύξηση μερικής απασχόλησης και τις μεγαλύτερες μειώσεις στους μισθούς. 

Πηγή: Έρευνα Εργατικού Δυναμικού 

Το παραπάνω εμπειρικό εύρημα ενισχύεται και από το Διάγραμμα 5.5 το οποίο αποτυπώνει την υψηλή συσχέτιση μεταξύ της μεταβολής της μερικής απασχόλησης και της μεταβολής των μισθών την περίοδο 2010-2016. Στους κλάδους στους οποίους οι εργαζόμενοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με αύξηση της έντασης των ελαστικών σχέσεών εργασίας, και ειδικότερα της μερικής απασχόλησης, σημειώθηκαν και οι πιο σημαντικές μειώσεις μισθών.

Πηγή: Έρευνα Εργατικού Δυναμικού

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου